Γερμανία

Γερμανία (Neugriechisch)

Substantiv, f, Toponym

Singular Plural

Nominativ η Γερμανία οι Γερμανίες

Genitiv της Γερμανίας των Γερμανιών

Akkusativ τη Γερμανία τις Γερμανίες

Vokativ Γερμανία Γερμανίες

Worttrennung:

Γερ·μα·νία

Umschrift:

Germanía

Aussprache:

IPA: [ˌʝɛrmaˈnia]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Staat in Mitteleuropa; Deutschland

Synonyme:

[1] offiziell: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Oberbegriffe:

[1] χώρα

Beispiele:

[1] Το Βερολίνο είναι η πρωτεύουσα της Γερμανίας.
Berlin ist die Hauptstadt Deutschlands.

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Γερμανία
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Γερμανία
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Γερμανία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.