Ιανουάριος

Ιανουάριος (Neugriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ο Ιανουάριος οι Ιανουάριοι

Genitiv του Ιανουαρίου των Ιανουαρίων

Akkusativ τον Ιανουάριο τους Ιανουαρίους

Vokativ Ιανουάριε Ιανουάριοι

Nebenformen:

Γενάρης

Worttrennung:

Ια·νου·ά·ριος, Plural: Ια·νου·ά·ριοι

Umschrift:

Ianuários

Aussprache:

IPA: []
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] erster Monat des Jahres; Januar

Herkunft:

Buchwort aus dem hellenistischen Ἰανουάριος (Ianuarios)  grc, das seinerseits aus dem lateinischen Ianuarius  la entlehnt worden ist[1]

Oberbegriffe:

[1] μήνας

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Ιανουάριος
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Ιανουάριος
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Ιανουάριος

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Ιανουάριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.