Κυριακή
Κυριακή (Neugriechisch)
Substantiv, f
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | η Κυριακή | οι Κυριακές
|
Genitiv | της Κυριακής | των Κυριακών
|
Akkusativ | την Κυριακή | τις Κυριακές
|
Vokativ | Κυριακή | Κυριακές
|
Worttrennung:
- Κυ·ρια·κή, Plural: Κυ·ρια·κές
Aussprache:
- IPA: [ciɾi̯aˈci], Plural: [ciɾi̯aˈcɛs]
- Hörbeispiele: —, Plural: —
Bedeutungen:
- [1] siebter Wochentag; Sonntag
Herkunft:
- Erbwort aus dem hellenistischen Κυριακή ‚Tag des Herren; Sonntag‘, das seinerseits eine Konversion des Adjektivs κυριακός (kyriakos☆) → grc ‚zum Herren gehörig‘[1]
Oberbegriffe:
- [1] μέρα
Unterbegriffe:
- [1] Κυριακή του Πάσχα
Beispiele:
- [1] Σήμερα είναι Κυριακή.
- Heute ist Sonntag.
Übersetzungen
Referenzen und weiterführende Informationen:
- [1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Κυριακή“
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Κυριακή“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Κυριακή“
Quellen:
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Κυριακή“
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.