άγαλμα

άγαλμα (Neugriechisch)

Substantiv, n

Singular Plural

Nominativ το άγαλμα τα αγάλματα

Genitiv του αγάλματος των αγαλμάτων

Akkusativ το άγαλμα τα αγάλματα

Vokativ άγαλμα αγάλματα

Worttrennung:

ά‧γαλ‧μα

Umschrift:

ágalma

Aussprache:

IPA: [ˈaɣalma]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] freistehendes dreidimensionales Bildwerk; Statue

Verkleinerungsformen:

[1] αγαλματάκι, αγαλμάτιο, αγαλματίδιο

Beispiele:

[1]

Wortbildungen:

[1] αγαλμάτινος, αγαλματένιος, αγαλματοποιείο

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „άγαλμα
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „άγαλμα
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „άγαλμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.