απειλή

απειλή (Neugriechisch)

Substantiv, f

Singular Plural

Nominativ η απειλή οι απειλές

Genitiv της απειλής των απειλών

Akkusativ την απειλή τις απειλές

Vokativ απειλή απειλές

Worttrennung:

α·πει·λή, Plural: α·πει·λές

Aussprache:

IPA: [apiˈli]
Hörbeispiele:
Reime: -i

Bedeutungen:

[1] die Drohung, die Bedrohung

Herkunft:

von ἀπειλή (apeilē)  grc[1]

Synonyme:

[1] κίνδυνος, φοβέρα

Beispiele:

[1] Η τρομοκρατική απειλή θα αλλάξει την Ευρώπη.[2]
Die Terrorgefahr wird Europa verändern.

Charakteristische Wortkombinationen:

[1] υπό την απειλή, με την απειλή
unter Androhung
[1] απειλή βίας
Gewaltandrohung
[1] τρομοκρατική απειλή
Terrorbedrohung, Terrorgefahr
[1] πραγματοποιώ μια απειλή
eine Drohung in die Tat umsetzen

Wortbildungen:

[1] απειλώ, απειλούμαι

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „απειλή
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „απειλή
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „απειλή

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „απειλή
  2. Η Καθημερινή, Schlagzeile,30 Ιουλίου 2016
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.