δευτερόλεπτο

δευτερόλεπτο (Neugriechisch)

Substantiv, n

Singular Plural

Nominativ το δευτερόλεπτο τα δευτερόλεπτα

Genitiv του δευτερολέπτου
του δευτερόλεπτου
των δευτερολέπτων
των δευτερόλεπτων

Akkusativ το δευτερόλεπτο τα δευτερόλεπτα

Vokativ δευτερόλεπτο δευτερόλεπτα

Worttrennung:

δευ‧τε‧ρό‧λεπ‧το

Umschrift:

defterólepto

Aussprache:

IPA: [ðɛftɛˈɾɔlɛptɔ]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] sechzigster Teil einer Minute; Sekunde

Beispiele:

[1]

Wortbildungen:

[1] μικροδευτερόλεπτο, νανοδευτερόλεπτο, χιλιοδευτερόλεπτο

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „δευτερόλεπτο
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „δευτερόλεπτο
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „δευτερόλεπτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.