κάστανον

κάστανον (Altgriechisch)

Substantiv, n

Singular Plural

Nominativ τὸ κάστανον τὰ κάστανα

Genitiv τοῦ καστάνου τῶν καστάνων

Dativ τῷ καστάνῳ τοῖς καστάνοις

Akkusativ τὸ κάστανον τὰ κάστανα

Vokativ (ὦ) κάστανον (ὦ) κάστανα

Nebenformen:

καστανίαι, κάστανοι

Worttrennung:

κάσ·τα·νον, Plural: κάσ·τα·να

Umschrift:

DIN 31634: kastanon

Aussprache:

IPA: []
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Botanik, meist im Plural: Kastanie, Kastanienbaum

Herkunft:

die Etymologie ist nicht ganz geklärt, jedoch scheint es aus Kleinasien zu stammen, worauf auch das armenische կասկ (kask)  hy und կասկենի (kaskeni)  hy hinweisen[1]

Synonyme:

[1] καστάνεια

Beispiele:

[1] „Τῶν Εὐβοικῶν, φησί, καρύων ἢ καστάνων (ἀμφοτέρως γὰρ καλεῖται) δύσπεπτος μὲν ἡ κατεργασία τῇ κοιλίᾳ καὶ φυσώδης ἡ πέψις γίνεται, παχύνει δὲ τὰς ἕξεις, ἐάν τις αὐτῶν κρατήσῃ.“[2]
[1] „Ὁ δὲ Δίφιλος τὰ κάστανα καὶ Σαρδιανὰς βαλάνους καλεῖ, εἶναι λέγων αὐτὰς καὶ πολυτρόφους καὶ εὐχύλους, δυσοικονομήτους δὲ διὰ τὸ ἐπιμένειν τῷ στομάχῳ·“[3]
[1] „ Ἀπὸ μὲν οὖν σπέρματος φυτεύεται πιστάκιον, λεπτοκάρυον, ἀμύγδαλον, κάστανον, δωρακινόν, δαμασκηνόν, στρόβιλος, φοῖνιξ, κυπάρισσος, δάφνη, μηλέα, σφένδαμνος, ἐλάτη, πίτυς. ταῦτα δὲ μεταφυτευόμενα βελτίονα ἔσται.“[4]
[1] „Τὸ κάστανον, ὅ τινες Διὸς βάλανον καλοῦσι, ψαμμώδει γῇ καὶ ψυχροῖς τόποις χαίρει.“[5]

Wortbildungen:

[1] καστάναια, καστάνεια, καστανεών

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „κάστανον“.
[1] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „κάστανον“.

Quellen:

  1. Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch: „κάστανον
  2. Athenaeus, Dipnosophistae, 2,54b
  3. Athenaeus, Dipnosophistae, 2,54c–d
  4. Geoponica, 10,3,3
  5. Geoponica, 10,63,1
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.