μπαμπουίνος

μπαμπουίνος (Neugriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ο μπαμπουίνος οι μπαμπουίνοι

Genitiv του μπαμπουίνου των μπαμπουίνων

Akkusativ τον μπαμπουίνο τους μπαμπουίνους

Vokativ μπαμπουίνε μπαμπουίνοι

Worttrennung:

μπαμ‧που‧ί‧νος

Umschrift:

bampouínos

Aussprache:

IPA: [babuˈinɔs]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Primatengattung aus der Familie der Meerkatzenverwandten; Pavian

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „μπαμπουίνος
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μπαμπουίνος
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μπαμπουίνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.