πιγκουίνος

πιγκουίνος (Neugriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ο πιγκουίνος οι πιγκουίνοι

Genitiv του πιγκουίνου των πιγκουίνων

Akkusativ τον πιγκουίνο τους πιγκουίνους

Vokativ πιγκουίνε πιγκουίνοι

Worttrennung:

πιγ·κου·ί·νος

Umschrift:

pingouínos

Aussprache:

IPA: [piŋɡuˈinɔs]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] flugunfähiger Seevogel; Pinguin

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „πιγκουίνος
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „πιγκουίνος
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „πιγκουίνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.