πόνος

πόνος (Altgriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ὁ πόνος οἱ πόνοι

Genitiv τοῦ πόνου τῶν πόνων

Dativ τῷ πόνῳ τοῖς πόνοις

Akkusativ τὸν πόνον τοὺς πόνους

Vokativ (ὦ) πόνε (ὦ) πόνοι

Worttrennung:

πό·νος, Plural: πό·νοι

Umschrift:

DIN 31634: ponos

Aussprache:

IPA: []
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Arbeit
[2] Mühe
[3] Not, Leiden

Beispiele:

[1]

Wortbildungen:

ἀκεσίπονος, ἀλεξίπονος, ἀντίπονος, ἀπειρόπονος, ἀπονηρευσία, ἀπονηρός, ἄπονος, ἀριστοπόνος, ἀρουροπόνος, αὐτόπονος, ἀφερέπονος, ἀφιλόπονος, βαθυπόνηερος, βαρύπονος, βιοπόνος, γεωπόνος, διάπονος, δορίπονος, δύσπονος, ἐθελόπονος, εἰροπόνος, ἕμπονος, ἐπίπονος, ἐργοπόνος, διαπονηρεύομαι, δουλοπόνηρος, ἱστοπόνος, καλλίπονος, καρδιόπονος, καρτερόπονος, κατάπονος, κολοσσοπόνος, λαθίπονος, λυσίπονος, ματαιοπόνος, μελεόπονος, μισόπονος, νυμφοπόνος, ὀλιγοπόνος, ὀψοπόνος, παυσίπονος, πολύπονος, πονέω, πονηρος, ῥυσίπονος, σεμνόπονος, σιτοπόνος, τλησίπονος, ὑπέρπονος, φερέπονος, φερεσσίπονος, φιλόπονος, φυγόπονος

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1–3] Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch - Deutsches Handwörterbuch (in zwei Bänden). 3. Auflage. Vieweg und Sohn, Braunschweig 1914, Band 2, Seite 680, Eintrag „πόνος“
Ähnliche Wörter:
πόντος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.