σκαντζόχοιρος

σκαντζόχοιρος (Neugriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ο σκαντζόχοιρος οι σκαντζόχοιροι

Genitiv του σκαντζόχοιρου των σκαντζόχοιρων

Akkusativ το σκαντζόχοιρο τους σκαντζόχοιρους

Vokativ σκαντζόχοιρε σκαντζόχοιροι

Worttrennung:

σκαν‧τζό‧χoι‧ρος

Umschrift:

skantzóchoiros

Aussprache:

IPA: [skanˈd͡zɔçiɾɔs]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Säugetier mit Stacheln am Körper; Igel

Beispiele:

[1]

Wortbildungen:

[1] σκαντζοχοιράκι

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „σκαντζόχοιρος
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „σκαντζόχοιρος
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „σκαντζόχοιρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.