ἄκμων
ἄκμων (Altgriechisch)
Substantiv, m
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | ὁ ἄκμων | οἱ ἄκμονες
|
Genitiv | τοῦ ἄκμονος | τῶν ἀκμόνων
|
Dativ | τῷ ἄκμονι | τοῖς ἄκμοσι(ν)
|
Akkusativ | τὸν ἄκμονα | τοὺς ἄκμονας
|
Vokativ | (ὦ) ἄκμον | (ὦ) ἄκμονες
|
Worttrennung:
- ἄκ·μων, Plural: ἄκ·μο·νες
Umschrift:
- DIN 31634: akmōn
Aussprache:
- IPA: [ˈak.mɔːn], Plural: [ˈak.mo.nes]
- Hörbeispiele: —, Plural: —
Bedeutungen:
- [1] Astronomie: Meteorstein, Meteorit
- [2] Technik: Amboss
Herkunft:
- etymologisch verwandt mit sanskritisch अश्मन् (aśman-) → sa, litauisch ašmenys → lt und akmuo → lt, lettisch asmens → lv und akmens → lv[1][2]
Beispiele:
- [1] „ἐννέα γὰρ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
οὐρανόθεν κατιών, δεκάτῃ κ’ ἐς γαῖαν ἵκοιτο·“[3] - [2] „χαλκὸν δ’ ἐν πυρὶ βάλλεν ἀτειρέα κασσίτερόν τε
καὶ χρυσὸν τιμῆντα καὶ ἄργυρον· αὐτὰρ ἔπειτα
θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, γέντο δὲ χειρὶ
ῥαιστῆρα κρατερήν, ἑτέρηφι δὲ γέντο πυράγρην.“[4] - [2] „Ἥφαιστος δ’ ὡς οὖν θυμαλγέα μῦθον ἄκουσε,
βῆ ῥ’ ἴμεν ἐς χαλκεῶνα, κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων·
ἐν δ’ ἔθετ’ ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, κόπτε δὲ δεσμοὺς
ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ’ ἔμπεδον αὖθι μένοιεν.“[5] - [2] „Ὁ μὲν δή οἱ ἔλεγε τά περ ὀπώπεε, ὁ δὲ ἐννώσας τὰ λεγόμενα συνεβάλλετο τὸν Ὀρέστην κατὰ τὸ θεοπρόπιον τοῦτον εἶναι, τῇδε συμβαλλόμενος· τοῦ χαλκέος δύο ὁρέων φύσας τοὺς ἀνέμους εὕρισκε ἐόντας, τὸν δὲ ἄκμονα καὶ τὴν σφῦραν τόν τε τύπον καὶ τὸν ἀντίτυπον, τὸν δὲ ἐξελαυνόμενον σίδηρον τὸ πῆμα ἐπὶ πήματι κείμενον, κατὰ τοιόνδε τι εἰκάζων, ὡς ἐπὶ κακῷ ἀνθρώπου σίδηρος ἀνεύρηται.“[6]
- [2] „ἀλλ’ ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος,
μὴ παρίει καλά. νώμα δικαίῳ
πηδαλίῳ στρατόν· ἀψευ-
δεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν.“[7] - [2] „στεῦται δ᾽ ἱεροῦ Τμώλου πελάται
υγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι,
Μάρδων, Θάρυβις, λόγχης ἄκμονες,
καὶ ἀκοντισταὶ Μυσοί:“[8]
Wortbildungen:
- [2] ἀκμόθετον
Übersetzungen
Referenzen und weiterführende Informationen:
- [2] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „ἄκμων“.
- [1, 2] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „ἄκμων“.
- [1, 2] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 26
Quellen:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.