ἐλεφαντίασις

ἐλεφαντίασις (Altgriechisch)

Substantiv, f

Singular Plural

Nominativ ἡ ἐλεφαντίασις αἱ ἐλεφαντιάσεις

Genitiv τῆς ἐλεφαντιάσεως τῶν ἐλεφαντιάσεων

Dativ τῇ ἐλεφαντίασει ταῖς ἐλεφαντιάσεσι(ν)

Akkusativ τὴν ἐλεφαντίασιν τὰς ἐλεφαντιάσεις

Vokativ (ὦ) ἐλεφαντίασι (ὦ) ἐλεφαντιάσεις

Worttrennung:

ἐ·λε·φαν·τί·α·σις, Plural: ἐ·λε·φαν·τι·ά·σεις

Umschrift:

DIN 31634: elephantiasis

Aussprache:

IPA: []

Bedeutungen:

[1] Medizin: Hautkrankheit (Aussatz), die der Haut von Elefanten ähnelt

Synonyme:

[1] ἐλεφαντιασμός

Beispiele:

[1] „Φίλων ὁ ἰατρὸς διεβεβαιοῦτο τὴν καλουμένην ἐλεφαντίασιν οὐ πρὸ πολλοῦ πάνυ χρόνου γνώριμον γεγονέναι· μηδένα γὰρ τῶν παλαιῶν ἰατρῶν τοῦ πάθους τούτου πεποιῆσθαι λόγον, εἰς ἕτερα μικρὰ καὶ γλίσχρα καὶ δυσθεώρητα τοῖς πολλοῖς ἐνταθέντας. ἐγὼ δὲ καὶ μάρτυν αὐτῷ παρεῖχον ἐκ φιλοσοφίας Ἀθηνόδωρον, ἐν τῷ προτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ἱστοροῦντα πρῶτον ἐν τοῖς κατ’ Ἀσκληπιάδην χρόνοις οὐ μόνον τὴν ἐλεφαντίασιν ἀλλὰ καὶ τὸν ὑδροφόβαν ἐκφανῆ γενέσθαι.“[1]
[1] „ἔχει δὲ πᾶν γάλα παρεμπεπλεγμένον τὸν ὀρρόν, ὃς σχιζόμενος πρὸς κάθαρσιν εὐτονωτέραν ἁρμόζει, διδόμενος ἐφ’ ὧν δίχα δριμύτητος ἔκκρισιν βουλόμεθα ποιήσασθαι, ὡς ἐπὶ μελαγχολικῶν, ἐπιλημπτικῶν, λεπριώντων, ἐλεφαντιάσεως, ἐξανθημάτων τῶν περὶ ὅλον τὸ σῶμα.“[2]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch - Deutsches Handwörterbuch (in zwei Bänden). 3. Auflage. Vieweg und Sohn, Braunschweig 1914, Band 1, Seite 796.

Quellen:

  1. Plutarch, Quaestiones convivales, 731A
  2. Pedanius Dioscorides, De materia medica, 2, 70, 3
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.