Δευτέρα

Δευτέρα (Neugriechisch)

Substantiv, f

Singular Plural

Nominativ η Δευτέρα οι Δευτέρες

Genitiv της Δευτέρας

Akkusativ τη Δευτέρα τις Δευτέρες

Vokativ Δευτέρα Δευτέρες

Worttrennung:

Δευ·τέ·ρα, Plural: Δευ·τέ·ρες

Aussprache:

IPA: [ðɛfˈtɛɾa], Plural: [ðɛfˈtɛɾɛs]
Hörbeispiele: , Plural:
Reime: -ɛra

Bedeutungen:

[1] erster Wochentag; Montag

Herkunft:

Erbwort aus dem hellenistischen Δευτέρα (Σαββάτου) ‚zweiter Wochentag; zweiter Tag nach dem Sabbat‘, das wiederum eine Konversion des altgriechischen Zahlworts δεύτερος (deuteros)  grc ‚zweiter‘ ist[1]

Oberbegriffe:

[1] μέρα

Unterbegriffe:

[1] Καθαρή Δευτέρα/Καθαρά Δευτέρα, Μεγάλη Δευτέρα

Beispiele:

[1] Σήμερα είναι Δευτέρα.
Heute ist Montag.

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Δευτέρα
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Δευτέρα
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Δευτέρα

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Δευτέρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.