Σεπτέμβριος
Σεπτέμβριος (Neugriechisch)
Substantiv, m
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | ο Σεπτέμβριος | οι Σεπτέμβριοι
|
Genitiv | του Σεπτεμβρίου | των Σεπτεμβρίων
|
Akkusativ | το Σεπτέμβριο | τους Σεπτεμβρίους
|
Vokativ | Σεπτέμβριε | Σεπτέμβριοι
|
Worttrennung:
- Σεπ·τέμ·βρι·ος, Plural: Σεπ·τέμ·βρι·οι
Umschrift:
- Septémvrios
Aussprache:
- IPA: [sɛpˈtɛɱvriɔs]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] neunter Monat des Jahres; September
Synonyme:
- [1] umgangssprachlich: Σεπτέμβρης
Oberbegriffe:
- [1] μήνας
Beispiele:
- [1]
Übersetzungen
Referenzen und weiterführende Informationen:
- [1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Σεπτέμβριος“
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Σεπτέμβριος“
- [1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Σεπτέμβριος“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Σεπτέμβριος“
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.