Φεβρουάριος
Φεβρουάριος (Neugriechisch)
Substantiv, m
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | ο Φεβρουάριος | οι Φεβρουάριοι
|
Genitiv | του Φεβρουαρίου | των Φεβρουαρίων
|
Akkusativ | το Φεβρουάριο | τους Φεβρουαρίους
|
Vokativ | Φεβρουάριε | Φεβρουάριοι
|
Worttrennung:
- Φε·βρου·ά·ριος, Plural: Φε·βρου·ά·ριοι
Umschrift:
- Fevruarios
Aussprache:
- IPA: [fɛvruˈariɔs]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] zweiter Monat des Jahres; Februar
Synonyme:
- [1] umgangssprachlich: Φλεβάρης
Oberbegriffe:
- [1] μήνας
Beispiele:
- [1]
Übersetzungen
Referenzen und weiterführende Informationen:
- [1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Φεβρουάριος“
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Φεβρουάριος“
- [1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Φεβρουάριος“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Φεβρουάριος“
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.