άλκη

άλκη (Neugriechisch)

Substantiv, f

Singular Plural

Nominativ η άλκη οι άλκες

Genitiv της άλκης των αλκών

Akkusativ την άλκη τις άλκες

Vokativ άλκη άλκες

Worttrennung:

άλ·κη, Plural: άλ·κες

Umschrift:

álki, Plural: álkes

Aussprache:

IPA: [ˈalkʲi], Plural: [ˈalkʲɛs]
Hörbeispiele: , Plural:

Bedeutungen:

[1] Zoologie: Elch, Elen, Elentier (Alces alces)

Herkunft:

Erbwort aus dem hellenistischen ἄλκη (alkē)  grc[1]

Oberbegriffe:

[1] ελάφι, μηρυκαστικό, θηλαστικό, ζώο

Beispiele:

[1] Η Άλκη απαντάται στη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία.
Der Elch ist in Nordamerika und Eurasien anzutreffen.

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „άλκη
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „άλκη
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „άλκη

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „άλκη
Ähnliche Wörter:
αλκή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.