αεροδρόμιο
αεροδρόμιο (Neugriechisch)
Substantiv, n
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | το αεροδρόμιο | τα αεροδρόμια
|
Genitiv | του αεροδρομίου | των αεροδρομίων
|
Akkusativ | το αεροδρόμιο | τα αεροδρόμια
|
Vokativ | αεροδρόμιο | αεροδρόμια
|
Worttrennung:
- αερο·δρό·μιο, Plural: αερο·δρό·μια
Umschrift:
- aerodrómio, Plural: aerodrómia
Aussprache:
- IPA: [aɛrɔˈðrɔmiɔ], Plural: [aɛrɔˈðrɔmia]
- Hörbeispiele: —, Plural: —
Bedeutungen:
Herkunft:
- Entlehnung aus dem französischen aérodrome → fr[1]
Synonyme:
- [1] αερολιμένας
Beispiele:
- [1]
Charakteristische Wortkombinationen:
- [1] διεθνές αεροδρόμιο, πολιτικό αεροδρόμιο, στρατιωτικό αεροδρόμιο
Übersetzungen
Referenzen und weiterführende Informationen:
- [1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „αεροδρόμιο“
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αεροδρόμιο“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αεροδρόμιο“
Quellen:
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αεροδρόμιο“
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.