ανανάς
ανανάς (Neugriechisch)
Substantiv, m
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | ο ανανάς | οι ανανάδες
|
Genitiv | του ανανά | των ανανάδων
|
Akkusativ | τον ανανά | τους ανανάδες
|
Vokativ | ανανά | ανανάδες
|
Worttrennung:
- α·να·νάς, Plural: α·να·νά·δες
Umschrift:
- ananás, Plural: ananádes
Aussprache:
- IPA: [anaˈnas], Plural: [anaˈnaðɛs]
- Hörbeispiele: —, Plural: —
Bedeutungen:
Herkunft:
- Entlehnung aus dem französischen ananas → fr[1]
Oberbegriffe:
- [1] φυτό
- [2] καρπός
Beispiele:
- [2] Η σάρκα και ο χυμός του ανανά χρησιμοποιούνται στις κουζίνες σε όλο τον κόσμο.[2]
- Das Fleisch und der Saft der Ananas wird in den Küchen auf der ganzen Welt verwendet.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.