αντισημιτισμός

αντισημιτισμός (Neugriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ο αντισημιτισμός οι αντισημιτισμοί

Genitiv του αντισημιτισμού των αντισημιτισμών

Akkusativ τον αντισημιτισμό τους αντισημιτισμούς

Vokativ αντισημιτισμέ αντισημιτισμοί

Worttrennung:

αν·τι·ση·μι·τισ·μός, Plural: αν·τι·ση·μι·τισ·μοί

Umschrift:

Aussprache:

IPA: [andisimitizˈmɔs]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Politik: Antisemitismus

Herkunft:

Entlehnung aus dem französischen antisémitisme  fr[1]

Oberbegriffe:

[1] εχθρότητα

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „αντισημιτισμός
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αντισημιτισμός
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αντισημιτισμός
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αντισημιτισμός

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αντισημιτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.