βοτρυῗτις

βοτρυῗτις (Altgriechisch)

Substantiv, f

Singular Plural

Nominativ ἡ βοτρυῗτις αἱ βοτρυΐτιδες

Genitiv τῆς βοτρυΐτιδος τῶν βοτρυϊτίδων

Dativ τῇ βοτρυΐτιδι ταῖς βοτρυΐτισι(ν)

Akkusativ τὴν βοτρυΐτιδα τὰς βοτρυΐτιδας

Vokativ (ὦ) βοτρυῗτις (ὦ) βοτρυΐτιδες

Alternative Schreibweisen:

βοτρυῖτις

Worttrennung:

βο·τρυ·ῗ·τις, Plural: βο·τρυ·ΐ·τι·δες

Umschrift:

DIN 31634: botryïtis

Aussprache:

IPA: []
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Geologie, speziell Mineralogie: Galmei in traubenförmiger Kristallisation

Oberbegriffe:

[1] καδμεία

Beispiele:

[1] „λίθους δὲ λαβὼν παρὰ τοῦ τοῖς μετάλλοις ἐπιτεταγμένου κατά τε τὰ ὄρη καὶ τοὺς ῥύακας εὑρισκομένους, οὓς εἰς Ἀσίαν τε καὶ Ἰταλίαν κομίσαντός μου, μέγιστον δῶρον ἐδόκουν οἱ φίλοι λαμβάνειν, ὡς τῆς ἄλλης καδμείας ἐκείνην οὖσαν ἀμείνονα. τὴν τοιαύτην μὲν οὖν εἰκότως ἄν τις ὀνομάζοι λιθώδη καδμείαν, τῆς δὲ καμινευομένης ἡ μέν τις βοτρυῗτις, ἡ δὲ πλακῖτις ὑπὸ τῶν ἰατρῶν καλεῖται· βοτρυῗτις μὲν ἡ ἐν τοῖς ὑψηλοτέροις μέρεσι τῶν οἴκων ἀθροιζομένη κατὰ τὰς καμινείας, πλακῖτις δὲ ἡ ἐν τοῖς ταπεινοτέροις. καὶ πρόδηλον ὅτι λεπτομερεστέρα μὲν ἡ βοτρυῗτίς ἐστι, παχυμερεστέρα δὲ ἡ πλακῖτις, ἀμφότεραι δὲ ξηραντικῆς δυνάμεως, ὥσπερ καὶ τἄλλα τὰ μεταλλευόμενά τε καὶ λιθώδη καὶ γεώδη.“ (Gal. 12,220)[1]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „βοτρυϊτις“.
[1] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „βοτρυῗτις“.

Quellen:

  1. Galenus, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus libri XI, 12,220
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.