δένδρον
δένδρον (Altgriechisch)
Substantiv, n
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | τὸ δένδρον | τὰ δένδρα
|
Genitiv | τοῦ δένδρου | τῶν δένδρων
|
Dativ | τῷ δένδρῳ | τοῖς δένδροις
|
Akkusativ | τὸ δένδρον | τὰ δένδρα
|
Vokativ | (ὦ) δένδρον | (ὦ) δένδρα
|
Worttrennung:
Umschrift:
- dendron, Plural: dendra
Aussprache:
- IPA: […]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] Pflanze: Baum
Synonyme:
- [1] δένδρεον, δένδρειον, δένδρος
Beispiele:
- [1]
Wortbildungen:
- δενδροβατεῖν, δενδροειδής, δενδρόκαρπος, δενδροκολάπτης, δενδρόκομος, δενδροκοπεῖν, δενδρολάχανα, δενδρολίβανος, δενδρομαλάχη, δενδροῦσθαι, δενδροπήμων, δενδροτομεῖν, δενδροτομία, δενδροτόμος, δενδροφορεῖν, δενδροφορία, δενδροφόρος, δενδροφυεῖν, δενδρόφυτος, δενδρύφιον, δενδρώδης, δενδρών, δένδρωσις, δενδρῶτις
Übersetzungen
Referenzen und weiterführende Informationen:
- [1] Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch - Deutsches Handwörterbuch (in zwei Bänden). 3. Auflage. Vieweg und Sohn, Braunschweig 1914, Band 1, Seite 546, Eintrag „δένδρον“
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.