κατακλυσμός

κατακλυσμός (Altgriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ὁ κατακλυσμός οἱ κατακλυσμοί

Genitiv τοῦ κατακλυσμοῦ τῶν κατακλυσμῶν

Dativ τῷ κατακλυσμῷ τοῖς κατακλυσμοῖς

Akkusativ τὸν κατακλυσμόν τοὺς κατακλυσμούς

Vokativ (ὦ) κατακλυσμέ (ὦ) κατακλυσμοί

Worttrennung:

κα·τα·κλυσ·μός, Plural: κα·τακ·λυσ·μοί

Umschrift:

DIN 31634: kataklysmos

Aussprache:

IPA: []

Bedeutungen:

[1] sehr starker Regenfall: Überschwemmung, Sintflut
[2] übertragen: Wegspülen, Vernichtung

Herkunft:

Ableitung zu dem Verb κατακλύζειν (kataklyzein)  grc „überspülen, überfluten; wegspülen“[1]

Beispiele:

[1] „Τὸ πολλὰς ἀνθρώπων φθορὰς γεγονέναι κατακλυσμοῖς τε καὶ νόσοις καὶ ἄλλοις πολλοῖς, ἐν οἷς βραχύ τι τῶν ἀνθρώπων λείπεσθαι γένος.“[2]
[1] „καί ποτε προαγαγεῖν βουληθεὶς αὐτοὺς περὶ τῶν ἀρχαίων εἰς λόγους, τῶν τῇδε τὰ ἀρχαιότατα λέγειν ἐπιχειρεῖν, περὶ Φορωνέως τε τοῦ πρώτου λεχθέντος καὶ Νιόβης, καὶ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν αὖ περὶ Δευκαλίωνος καὶ Πύρρας ὡς διεγένοντο μυθολογεῖν, καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν γενεαλογεῖν, καὶ τὰ τῶν ἐτῶν ὅσα ἦν οἷς ἔλεγεν πειρᾶσθαι διαμνημονεύων τοὺς χρόνους ἀριθμεῖν· καί τινα εἰπεῖν τῶν ἱερέων εὖ μάλα παλαιόν·“[3]
[1] „ὑστέρῳ δὲ χρόνῳ σεισμῶν ἐξαισίων καὶ κατακλυσμῶν γενομένων, μιᾶς ἡμέρας καὶ νυκτὸς χαλεπῆς ἐπελθούσης, τό τε παρ’ ὑμῖν μάχιμον πᾶν ἁθρόον ἔδυ κατὰ γῆς, ἥ τε Ἀτλαντὶς νῆσος ὡσαύτως κατὰ τῆς θαλάττης δῦσα ἠφανίσθη·“[4]
[1] „Θεσπρωτῶν καὶ Μολοσσῶν μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἱστοροῦσι Φαέθοντα βασιλεῦσαι πρῶτον, ἕνα τῶν μετὰ Πελασγοῦ παραγενομένων εἰς τὴν Ἤπειρον·“[5]
[2] „ἃ δ’ ἡμεῖς πρὸς ταῦτα, τὰ μὲν καθ’ ἕκαστ’ ἐγὼ μὲν ἀντὶ παντὸς ἂν τιμησαίμην εἰπεῖν τοῦ βίου, ὑμᾶς δὲ δέδοικα, μὴ παρεληλυθότων τῶν καιρῶν, ὥσπερ ἂν εἰ καὶ κατακλυσμὸν γεγενῆσθαι τῶν πραγμάτων ἡγούμενοι, μάταιον ὄχλον τοὺς περὶ τούτων λόγους νομίσητε·“[6]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1, 2] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 440
[1, 2] Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch - Deutsches Handwörterbuch (in zwei Bänden). 3. Auflage. Vieweg und Sohn, Braunschweig 1914, Band 1, Seite 1354

Quellen:

  1. Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 440
  2. Platon, Leges, 677a4–677a6
  3. Platon, Timaeus, 22a4–22b4
  4. Platon, Timaeus, 25c6–25d3
  5. Plutarch, Pyrrhus, 1
  6. Demosthenes, De corona, 213,13–214,6
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.