μάγειρας

μάγειρας (Neugriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ο μάγειρας οι μάγειρες

Genitiv του μάγειρα των μαγείρων

Akkusativ το μάγειρα τους μάγειρες

Vokativ μάγειρα μάγειρες

Worttrennung:

μά‧γει‧ρας

Umschrift:

mágeiras

Aussprache:

IPA: [ˈmaʝiɾas]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Beruf, der sich mit der Zubereitung von Speisen beschäftigt; Koch

Weibliche Wortformen:

[1] μαγείρισσα

Beispiele:

[1]

Wortbildungen:

[1] αρχιμάγειρας

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „μάγειρας
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μάγειρας
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μάγειρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.