μελιτζάνα
μελιτζάνα (Neugriechisch)
Substantiv, f
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | η μελιτζάνα | οι μελιτζάνες
|
Genitiv | της μελιτζάνας | των μελιτζανών των μελιτζάνων
|
Akkusativ | τη μελιτζάνα | τις μελιτζάνες
|
Vokativ | μελιτζάνα | μελιτζάνες
|
Worttrennung:
- με·λι·τζά·να, Plural: με·λι·τζά·νες
Umschrift:
- melitzána, Plural: melitzánes
Aussprache:
- IPA: [mɛliˈd͡zana], Plural: [mɛliˈd͡zanɛs]
- Hörbeispiele: —, Plural: —
Bedeutungen:
Herkunft:
- Erbwort aus dem mittelgriechischen μελιντζάνα, das seinerseits aus dem arabischen باذنجان ? (bāḏinǧān) → ar entlehnt und durch das italienische melanzana → it beeinflusst worden ist[1]
Oberbegriffe:
- [1] φυτό
- [2] καρπός
Beispiele:
- [2] Κόβετε τις μελιτζάνες σε ροδέλες και τις αφήνετε σε αλατισμένο νερό να ξεπικρίσουν για 30'.[2]
- Schneiden Sie die Auberginen in Scheiben und lassen Sie sie in gesalzenem Wasser 30 Minuten entbittern.
Wortbildungen:
- [2] μελιτζανοσαλάτα
Übersetzungen
[*] Übersetzungen umgeleitet
Für [1] siehe Übersetzungen zu Aubergine1 f, zu Eierfrucht f Für [2] siehe Übersetzungen zu Aubergine2 f, zu Eierfrucht f |
Referenzen und weiterführende Informationen:
- [1, 2] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „μελιτζάνα“
- [2] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μελιτζάνα“
- [2] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μελιτζάνα“
- [1, 2] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μελιτζάνα“
Quellen:
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μελιτζάνα“
- Οι Συνταγές της Παρέας, Rezept Μελιτζάνες με τυρί στο φούρνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.