ἐλέφας

ἐλέφας (Altgriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ὁ ἐλέφας οἱ ἐλέφαντες

Genitiv τοῦ ἐλέφαντος τῶν ἐλεφάντων

Dativ τῷ ἐλέφαντι τοῖς ἐλέφασι(ν)

Akkusativ τὸν ἐλέφαντα τοὺς ἐλέφαντας

Vokativ (ὦ) ἐλέφαν (ὦ) ἐλέφαντες

Worttrennung:

ἐ·λέ·φας, Plural: ἐ·λέ·φαν·τες

Umschrift:

DIN 31634: elephas

Aussprache:

IPA: []

Bedeutungen:

[1] Zoologie: Elefant
[2] Zahn von [1]; Elfenbein

Oberbegriffe:

[1] θηρίον

Beispiele:

[1] „Ἀποκλινομένης δὲ μεσαμβρίης παρήκει πρὸς δύνοντα ἥλιον ἡ Αἰθιοπίη χώρη ἐσχάτη τῶν οἰκεομένων· αὕτη δὲ χρυσόν τε φέρει πολλὸν καὶ ἐλέφαντας ἀμφιλαφέας καὶ δένδρεα παντοῖα ἄγρια καὶ ἔβενον καὶ ἄνδρας μεγίστους καὶ καλλίστους καὶ μακροβιωτάτους.“[1]
[1] „Καὶ γὰρ οἱ ὄφιες οἱ ὑπερμεγάθεες καὶ οἱ λέοντες κατὰ τούτους εἰσὶ καὶ οἱ ἐλέφαντές τε καὶ ἄρκτοι καὶ ἀσπίδες τε καὶ ὄνοι οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες καὶ οἱ κυνοκέφαλοι καὶ οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῖσι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, ὡς δὴ λέγονταί γε ὑπὸ Λιβύων, καὶ οἱ ἄγριοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἄγριαι καὶ ἄλλα πλήθεϊ πολλὰ θηρία κατάψευστα.“[2]
[1] „Τὸν δ’ ἐλέφαντα ζῆν οἱ μὲν περὶ ἔτη διακόσιά φασιν, οἱ δὲ τριακόσια.“[3]
[2] „χερμαδίῳ ἀγκῶνα τυχὼν μέσον· ἐκ δ’ ἄρα χειρῶν
ἡνία λεύκ’ ἐλέφαντι χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν.“[4]
[2] „φράζεο, Νεστορίδη, τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ,
χαλκοῦ τε στεροπὴν κατὰ δώματα ἠχήεντα
χρυσοῦ τ’ ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ’ ἐλέφαντος.“[5]
[2] „δώσω οἱ τόδ’ ἄορ παγχάλκεον, ᾧ ἔπι κώπη
ἀργυρέη, κολεὸν δὲ νεοπρίστου ἐλέφαντος
ἀμφιδεδίνηται· πολέος δέ οἱ ἄξιον ἔσται.“[6]
[2] „πᾶν μὲν γὰρ κύκλῳ τιτάνῳ λευκῷ τ’ ἐλέφαντι
ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην χρυσῷ τε φαεινῷ“[7]
[2] „τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος / Ποσειδάν, ἐπεί νιν καθαροῦ λέβη- / τος ἔξελε Κλωθώ, / ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον.“ (Pind. Ol. 1, 25–28)[8]

Wortbildungen:

ἐλεφαντοαγωγός, ἐλεφαντάρχης, ἐλεφανταρχία, ἐλεφάντειος, ἐλεφαντίασις, ἐλεφαντίνεος, ἐλεφάντινος, ἐλεφαντιστηής, ἐλεφαντόδετος, ἐλεφαντόκωπος, ἐλεφαντομαχία, ἐλεφαντομάχος, ἐλεφαντόπους, ἐλεφαντοφάγος

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1, 2] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 278.
[1, 2] Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch - Deutsches Handwörterbuch (in zwei Bänden). 3. Auflage. Vieweg und Sohn, Braunschweig 1914, Band 1, 797.
[1] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „ἐλέφας“.
[2] William J. Slater: Lexicon to Pindar. 1. Auflage. Walter de Gruyter & Co., Berlin 1969 (Internet Archive), Seite 318.

Quellen:

  1. Herodot, Historiae, 3, 114
  2. Herodot, Historiae, 4, 191–192
  3. Aristoteles, Historia animalium, 596a11
  4. Homer, Ilias, 5, 582–583
  5. Homer, Odyssee, 5, 71–73
  6. Homer, Odyssee, 8, 403–405
  7. Hesiod, Schild des Herakles, 141–142
  8. Pindar; Herwig Maehler, Bruno Snell (Herausgeber): Carmina cum fragmentis. 6. Auflage. Pars I: Epinicia, BSB B. G. Teubner Verlagsgesellschaft, Leipzig 1980 (Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana), Seite 3.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.