μαριονέτα
μαριονέτα (Neugriechisch)
Substantiv, f
Singular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | η μαριονέτα | οι μαριονέτες
|
Genitiv | της μαριονέτας | των μαριονετών
|
Akkusativ | τη μαριονέτα | τις μαριονέτες
|
Vokativ | μαριονέτα | μαριονέτες
|
Worttrennung:
- μα·ριο·νέ·τα, Plural: μα·ριο·νέ·τες
Umschrift:
- marionéta, Plural: marionétes
Aussprache:
- IPA: [marjɔˈnɛta], Plural: [marjɔˈnɛtɛs]
- Hörbeispiele: —, Plural: —
Bedeutungen:
- [1] meist Theater, speziell Puppentheater: Marionette
- [2] übertragen: Marionette, Sockenpuppe
Herkunft:
- Entlehnung aus dem italienischen marionetta → it oder französischen marionnette → fr[1]
Synonyme:
- [2] ανδρείκελο
Oberbegriffe:
- [1] κούκλα
Beispiele:
- [1] Σαν μαριονέτα ζω με τα σκοινιά κομμένα.[2]
- Wie eine Marionette lebe ich mit durchschnittenen Fäden.
- [2] Μια μαριονέτα είναι ένας εναλλακτικός λογαριασμός χρήστη που χρησιμοποιείται για ψευδείς, αποδιοργανωτικούς ή αλλιώς παραπλανητικούς λόγους.[3]
- Eine Sockenpuppe ist ein alternatives Benutzerkonto, das zu unehrlichen, störenden oder anderweitig irreführenden Zwecken verwendet wird.
Übersetzungen
[1] meist Theater, speziell Puppentheater: Marionette
[2] übertragen: Marionette, Sockenpuppe
Referenzen und weiterführende Informationen:
- [1, 2] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μαριονέτα“
- [1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μαριονέτα“
- [1, 2] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μαριονέτα“
Quellen:
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μαριονέτα“
- aus: Γιάννης Ντούλας, Μαριονέτα - 2012 (zitiert nach: www.stixoi)
- Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Βικιπαίδεια:Μαριονέτα“
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.