τζατζίκι

τζατζίκι (Neugriechisch)

Substantiv, n

Singular Plural

Nominativ το τζατζίκι τα τζατζίκια

Genitiv του τζατζικιού των τζατζικιών

Akkusativ το τζατζίκι τα τζατζίκια

Vokativ τζατζίκι τζατζίκια

Worttrennung:

τζα·τζί·κι, Plural: τζα·τζί·κια

Umschrift:

tzatzíki, Plural: tzatzíkia

Aussprache:

IPA: [d͡zaˈd͡zici]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Gastronomie: Zaziki, Tsatsiki

Herkunft:

Entlehnung aus dem türkischen cacık  tr[1]

Oberbegriffe:

[1] ορεκτικό

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „τζατζίκι
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „τζατζίκι
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „42329

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „42329
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.