χειμώνας

χειμώνας (Neugriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ο χειμώνας οι χειμώνες

Genitiv του χειμώνα των χειμώνων

Akkusativ το χειμώνα τους χειμώνες

Vokativ χειμώνα χειμώνες

Worttrennung:

χει·μώ·νας, Plural: χει·μώ·νες

Umschrift:

chimónas, Plural: chimónes

Aussprache:

IPA: [çiˈmɔnas], Plural: [çiˈmɔnɛs]
Hörbeispiele: , Plural:

Bedeutungen:

[1] Meteorologie: Winter

Herkunft:

Erbwort aus dem mittelgriechischen χειμώνας, das seinerseits von dem altgriechischen χειμών (cheimōn)  grc abstammt[1]

Gegenwörter:

[1] άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο

Oberbegriffe:

[1] εποχή

Beispiele:

[1]

Wortbildungen:

[1] χειμωνιάζει, χειμωνιάτικος

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „χειμώνας
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „χειμώνας
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „44747

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „44747
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.