καλοκαίρι

καλοκαίρι (Neugriechisch)

Substantiv, n

Singular Plural

Nominativ το καλοκαίρι τα καλοκαίρια

Genitiv του καλοκαιρού των καλοκαιριών

Akkusativ το καλοκαίρι τα καλοκαίρια

Vokativ καλοκαίρι καλοκαίρια

Worttrennung:

κα·λο·καί·ρι, Plural: κα·λο·καί·ρια

Umschrift:

kalokéri, Plural: kalokéria

Aussprache:

IPA: [kalɔˈkʲɛri], Plural: [kalɔˈkʲɛri̯a]
Hörbeispiele: , Plural:

Bedeutungen:

[1] Meteorologie: Sommer

Herkunft:

Erbwort aus dem mittelgriechischen καλοκαίρι, das aus καλοκαίριον „schöne Jahreszeit, schönes Wetter“ entstanden ist, dem wiederum das Adjektiv καλός (kalos)  grc und das Substantiv καιρός (kairos)  grc zugrunde liegen[1]

Gegenwörter:

[1] άνοιξη, φθινόπωρο, χειμώνας

Oberbegriffe:

[1] εποχή

Beispiele:

[1] Ηπειρωτικό κλίμα χαρακτηρίζεται από μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στο καλοκαίρι και το χειμώνα..[2]
Das Kontinentalklima ist gekennzeichnet von großen Temperaturunterschieden zwischen Sommer und Winter.

Wortbildungen:

[1] καλοκαιράζω, καλοκαριάτικος

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „καλοκαίρι
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „καλοκαίρι
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „καλοκαίρι
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „καλοκαίρι

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „καλοκαίρι
  2. Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Ηπειρωτικό κλίμα
Ähnliche Wörter:
καλοκαιρία, καλοκαιριά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.