φθινόπωρο

φθινόπωρο (Neugriechisch)

Substantiv, n

Singular Plural

Nominativ το φθινόπωρο τα φθινόπωρα

Genitiv του φθινόπωρου
του φθινοπώρου
των φθινόπωρων
των φθινοπώρων

Akkusativ το φθινόπωρο τα φθινόπωρα

Vokativ φθινόπωρο φθινόπωρα

Worttrennung:

φθι·νό·πω·ρο, Plural: φθι·νό·πω·ρα

Umschrift:

fthinóporo, Plural: fthinópora

Aussprache:

IPA: [fθiˈnɔpɔrɔ], Plural: [fθiˈnɔpɔra]
Hörbeispiele: , Plural:

Bedeutungen:

[1] Meteorologie: Herbst

Herkunft:

Buchwort aus dem altgriechischen φθινόπωρον (phthinopōron)  grc[1]

Gegenwörter:

[1] άνοιξη, καλοκαίρι, χειμώνας

Oberbegriffe:

[1] εποχή

Beispiele:

[1] Στην εύκρατη ζώνη το φθινόπωρο είναι η εποχή της συγκομιδής.[2]
In der gemäßigten Zone ist der Herbst die Jahreszeit der Ernte.

Wortbildungen:

[1] φθινοπωριάτικος
[1] φθινοπωρινός

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „φθινόπωρο
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „φθινόπωρο
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „φθινόπωρο

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „φθινόπωρο
  2. Neugriechischer Wikipedia-Artikel „φθινόπωρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.