καλός

καλός (Altgriechisch)

Adjektiv

Nominativ Singular und Adverbia
m f n Adverb
Positiv καλόςκαλήκαλόνκαλῶς
καλόν
καλά
Komparativ καλλίωνκαλλίωνκάλλιονκάλλιον
καλλίονως
Superlativ κάλλιστοςκαλλίστηκάλλιστονκάλλιστα
καλλίστως
Alle weiteren Formen: Flexion:καλός

Anmerkung zur Prosodie:

In epischer Sprache ist das α lang (ᾱ), wohingegen es im Attischen kurz ist (ᾰ).[1]

Worttrennung:

κα·λός, κα·λή, κα·λόν

Umschrift:

DIN 31634: kalos, Femininum: kalē, Neutrum: kalon

Aussprache:

IPA: [kaˈlɔs], Femininum: [kaˈlɛː], Neutrum: [kaˈlɔn]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] von äußerlicher/physischer/ästhetischer Schönheit: schön, hübsch, stattlich, hold, attraktiv
[2] für einen Zweck geeignet: tauglich, brauchbar, nützlich, passend
[3] speziell auf die Opfer bezogen: gut, günstig, glücklich
[4] von innerer/moralischer Schönheit: schön, gut, trefflich, edel, ehrenvoll, anständig, rühmlich

Herkunft:

seit der Ilias bezeugt; aus καλϝός entstanden, wobei die weitere Etymologie noch nicht geklärt ist[2][1][3]

Synonyme:

[1] κάλλιμος

Sinnverwandte Wörter:

[2] χρήσιμος
[4] ἀγαθός

Gegenwörter:

[1] αἰσχρός, κακός
[4] ἄδικος, πονηρός

Beispiele:

[1] „Νιρεύς, ὃς κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ’ ἀμύμονα Πηλεΐωνα·“[4]
[1] „οὐχ ὁράᾳς οἷος καὶ ἐγὼ καλός τε μέγας τε;“[5]
[1] „καλὸς μὲν δέμας ἐστίν,“[6]
[1] „Καὶ μήν, ὦ Σώκρατες, τούτων ἐγὼ τῶν μαθημάτων πάλαι ἐπιθυμῶ ἄλλως τε καὶ εἰ ἐξαρκέσει μοι ἡ αὐτὴ ἐπιστήμη ἐπὶ τοὺς ἀγαθοὺς τὰς ψυχὰς καὶ ἐπὶ τοὺς καλοὺς τὰ σώματα.“[7]
[1] „φῦναι δὲ ὁ Κῦρος λέγεται καὶ ᾄδεται ἔτι καὶ νῦν ὑπὸ τῶν βαρβάρων εἶδος μὲν κάλλιστος, ψυχὴν δὲ φιλανθρωπότατος καὶ φιλομαθέστατος καὶ φιλοτιμότατος, ὥστε πάντα μὲν πόνον ἀνατλῆναι, πάντα δὲ κίνδυνον ὑπομεῖναι τοῦ ἐπαινεῖσθαι ἕνεκα.“[8]
[1] „ἄνδρες δ’ ἂψ ἐγένοντο νεώτεροι ἢ πάρος ἦσαν
καὶ πολὺ καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι.“[9]
[1] „ἦλθε δ’ ἐπὶ ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο
πάντ’ αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ’ ἐϊκυῖα
καὶ φωνήν, καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·“[10]
[1] „ἀλλ’ ὅτε δὴ ἄρ’ ἔμελλε πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι
ζεύξασ’ ἡμιόνους πτύξασά τε εἵματα καλά,
ἔνθ’ αὖτ’ ἄλλ’ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ὡς Ὀδυσεὺς ἔγροιτο, ἴδοι τ’ εὐώπιδα κούρην,
ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο.“[11]
[1] „τοῖσιν δ’ ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
υἱάσι καὶ γαμβροῖσιν, ἑὰ πρὸς δώματα καλά.“[12]
[2] „αὐτὰρ ἐπὴν πόλιος ἐπιβήομεν, ἣν πέρι πύργος
ὑψηλός, καλὸς δὲ λιμὴν ἑκάτερθε πόληος,
λεπτὴ δ’ εἰσίθμη·“[13]
[2] „οὐδὲ γὰρ εἴ σε ἀργύριον ἐκέλευσε πρῶτον μὲν καὶ τελευταῖον τὸ κάλλιστον τάττειν, ἐν μέσῳ δὲ τὸ χείριστον, μὴ διδάξας διαγιγνώσκειν τό τε καλὸν καὶ τὸ κίβδηλον, οὐδὲν ἄν σοι ὄφελος ἦν.“[14]
[2] „καὶ αὐτὸς δὲ ὅ τι που καλὸν ἴδοι ἐς στρατιάν, ταῦτα κτώμενος διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιωτάτοις, νομίζων ὅ τι καλὸν κἀγαθὸν ἔχοι τὸ στράτευμα, τούτοις ἅπασιν αὐτὸς κεκοσμῆσθαι.“[15]
[2] „ὁ δὲ δείξας οὗπερ ἑστηκότες ἐτύγχανον Οὗτος ὁ λόφος, ἔφη, κάλλιστος τρέχειν ὅπου ἄν τις βούληται.“[16]
[2] „ἀεὶ καλὸς πλοῦς ἔσθ’, ὅταν φεύγῃς κακά.“[17]
[2] „Οὐκοῦν καὶ τὸ ὅλον σῶμα οὕτω λέγομεν καλὸν εἶναι, τὸ μὲν πρὸς δρόμον, τὸ δὲ πρὸς πάλην,“[18]
[2] „καθαρὸς Ἀθήνας ἔλθ’ ὑπ’ οἰωνῶν καλῶν.“[19]
[3] „οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά·“[20]
[3] „ ὁ δὲ Κῦρος ἐν ᾧ συνελέγοντο ἐθύετο· ἐπεὶ δὲ καλὰ τὰ ἱερὰ ἦν αὐτῷ, συνεκάλεσε τούς τε τῶν Περσῶν ἡγεμόνας καὶ τοὺς τῶν Μήδων.“[21]
[3] „οἱ γὰρ μάντεις ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι μάχη μὲν ἔσται, τὸ δὲ τέλος καλὸν τῆς ἐξόδου.“[22]
[4] „ξεῖν’, οὐ καλὸν ἔειπες· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας.“[23]
[4] „καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ’ ἐμὲ κήδῃ·“[24]
[4] „οὐ γὰρ καλὸν ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον
ξείνους Τηλεμάχου, ὅς κεν τάδε δώμαθ’ ἵκηται.“[25]
[4] „καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν.“[26]

Redewendungen:

[2] εἰς καλόνzur rechten Stunde
[2] ἐν καλῷam rechten Ort; zu passender Zeit

Wortbildungen:

[1] καλλονή, καλλός, καλλοσύνη, καλλύνω, καλόν, καλότης
[1] καλοδιδάσκαλος, καλοήθης, καλοποιέω
[1] καλλιβλέφαρος, καλλίβοτρυς, καλλίβωλος, καλλιγάληνος, καλλιγένεια, καλλιγέφυρος, καλλιγραφέω, καλλιγύναιξ, καλλιδίηνς, καλλίδιφρος, καλλιδόναξ, καλλιέλαιος, καλλιεπής, καλλιερέω, καλλιζυγής, καλλίζωνος, καλλίθριξ, καλλίθυτος, καλλίκαρπος, καλλικέραος, καλλικόμας (καλλίκομος), καλλικρήδεμνος, καλλιλεγέομαι, καλλίμορφος, καλλίναος, καλλίνικος, καλλίπαις, καλλιπάρηος, καλλιπάρθενος, καλλιπέδιλος, καλλίπεπλος, καλλίπηχυς, καλλιπλόκαμος, καλλίπλουτος, καλλίπολις, καλλιπόταμος, καλλίπρῳρος, καλλίπυργος (καλλιπύργωτος), καλλίπωλος, καλλιρέεθρος, καλλιστάδιος, καλλιστέφανος, καλλίσφυρος, καλλιτεκνος, καλλίτοξος, καλλιφεγγής, καλλίφθογγος, καλλίφλοξ, καλλίφωνος, καλλίχορος, καλλωπίζω
[1] Καλλίβιος, Καλλίμαχος, Καλλιόπη
[1] καλλιστεύω
[1] πάγκαλος

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1–4] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „ΚΑΛός“.
[1–4] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „καλός“.
[1–4] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 430.

Quellen:

  1. Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 430.
  2. Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch: „καλός
  3. Pierre Chantraine: Dictionnaire étymologique de la langue grecque. Histoire des mots. mit einem Supplement versehene Neuauflage der 1. Auflage. Klincksieck, Paris 1999, ISBN 2-252-03277-4, Seite 486–487.
  4. Homer, Ilias, 2,673–674
  5. Homer, Ilias, 21,108
  6. Homer, Odyssee, 17,307
  7. Xenophon, Memorabilia, 2, 6, 30
  8. Xenophon, Cyropaedia, 1,2,1
  9. Homer, Odyssee, 10,395–396
  10. Homer, Ilias, 23,65–67
  11. Homer, Odyssee, 6,110–114
  12. Homer, Odyssee, 3,386–387
  13. Homer, Odyssee, 6,262–264
  14. Xenophon, Memorabilia, 3,1,9
  15. Xenophon, Cyropaedia, 3,3,6
  16. Xenophon, Anabasis, 4,8,26
  17. Sophocles, Philoctetes, 637
  18. Platon, Hippias maior, 295c
  19. Euripides, Ion, 1333
  20. Aeschylus, Septem contra Thebas, 379
  21. Xenophon, Cyropaedia, 3,2,3
  22. Xenophon, Anabasis, 5,2,9
  23. Homer, Odyssee, 8,166
  24. Homer, Ilias, 9,615
  25. Homer, Odyssee, 20,294–295
  26. Sophocles, Antigone, 72

καλός (Neugriechisch)

Adjektiv

Nominativ Singular und Adverbia
m f n Adverb
Positiv καλόςκαλήκαλόκαλά
Komparativ καλύτεροςκαλύτερηκαλύτεροκαλύτερα
Elativ άριστοςάριστηάριστοάριστα
Alle weiteren Formen: Flexion:καλός

Worttrennung:

Maskulinum: κα·λός, Femininum: κα·λή, Neutrum: κα·λό

Umschrift:

Maskulinum: kalós, Femininum: kalí, Neutrum: kaló

Aussprache:

IPA: [kaˈlɔs], Femininum: [kaˈli], Neutrum: [kaˈlɔ]
Hörbeispiele: , Komparativ: , Superlativ:

Bedeutungen:

[1] freundlich/hilfsbereit gegenüber seinen Mitmenschen: gut, gutherzig, gütig
[2] gemäß der gesellschaftlichen/religiösen Normen lebend/handelnd: gut, lieb
[3] über bestimmte Fähigkeiten/Kenntnisse/Talente verfügend: gut
[4] den Anforderungen/Erwartungen entsprechend: gut
[5] in Wünschen: gut, froh

Herkunft:

Erbwort aus dem altgriechischen καλός (kalos)  grc[1]

Gegenwörter:

[1] κακός

Beispiele:

[5] Καλόν ύπνο!
Schlaf gut!

Charakteristische Wortkombinationen:

[1] καλός φίλος
[1] έχω καλή καρδιά/ψυχή
[2] καλό παιδί, καλός χριστανός
[3] καλός γιατρός, καλός συγγραφέας, καλός μαθητής
[4] καλό κρασί, καλό ξενοδοχείο

Wortbildungen:

καλώς
[5] καλημέρα, καληνύχτα, καλησπέρα
[5] καλά Χριστούγεννα, καλη ορέξη, καλό Πάσχα

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1–3, 5] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „καλός
[1–5] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „καλός

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „καλός
Ähnliche Wörter:
κάλος, κάλως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.