πίθηκος

πίθηκος (Altgriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ὁ πίθηκος οἱ πίθηκοι

Genitiv τοῦ πιθήκου τῶν πιθήκων

Dativ τῷ πιθήκῳ τοῖς πιθήκοις

Akkusativ τὸν πίθηκον τοὺς πιθήκους

Vokativ (ὦ) πίθηκε (ὦ) πίθηκοι

Nebenformen:

dorisch: πίθακος
πίθηξ, πίθων

Worttrennung:

πί·θη·κος, Plural: πί·θη·κοι

Umschrift:

DIN 31634: pithēkos

Bedeutungen:

[1] Zoologie: Affe
[2] übertragen: Betrüger, Schwindler

Herkunft:

die Etymologie ist unklar; eine Verwandtschaft zu lateinisch foedus  la „hässlich“ scheint unwahrscheinlich; vielmehr handelt es sich wohl um eine Entlehnung[1]

Synonyme:

[1] euphemistisch: καλλίας

Oberbegriffe:

[1] θηρίον

Beispiele:

[1] „τοιόνδε γ’, ὦ πίθηκε, τὸν πώγων’ ἔχων
εὐνοῦχος ἡμῖν ἦλθες ἐσκευασμένος;“[2]
[1] „Ἔνια δὲ τῶν ζῴων ἐπαμφοτερίζει τὴν φύσιν τῷ τ’ ἀνθρώπῳ καὶ τοῖς τετράποσιν, οἷον πίθηκοι καὶ κῆβοι καὶ κυνοκέφαλοι.“[3]
[2] „νεὶ τὼ σιὼ
λάβοιμι μέντἂν κέρδος ἀγαγὼν καὶ πολύ,
ᾇπερ πίθακον ἀλιτρίας πολλᾶς πλέων.“[4]
[2] „μὰ τὸν Ἀπόλλω ’γὼ μὲν οὔ,
ἢν μὴ διάθωνταί γ’ οἵδε διαθήκην ἐμοὶ
ἥνπερ ὁ πίθηκος τῇ γυναικὶ διέθετο,
ὁ μαχαιροποιός, μήτε δάκνειν τούτους ἐμὲ
μήτ’ ὀρχίπεδ’ ἕλκειν μήτ’ ὀρύττειν—“[5]
[2] „εἰ δ’ ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος ἢ τρόπον ὅστις ἔτ’
οἰμώξεται,
οὐ πολὺν οὐδ’ ὁ πίθηκος οὗτος ὁ νῦν ἐνοχλῶν,
Κλειγένης ὁ μικρός,
ὁ πονηρότατος βαλανεὺς ὁπόσοι κρατοῦσι κυκησίτεφροι
ψευδολίτρου κονίας
καὶ Κιμωλίας γῆς,
χρόνον ἐνδιατρίψει· ἰδὼν δὲ τάδ’ οὐκ εἰ-
ρηνικὸς ἔσθ’, ἵνα μή ποτε κἀποδυθῇ μεθύων ἄ-
νευ ξύλου βαδίζων.“[6]
[2] „πονηρόν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πονηρὸν ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον· τοῦτο δὲ καὶ φύσει κίναδος τἀνθρώπιόν ἐστιν, οὐδὲν ἐξ ἀρχῆς ὑγιὲς πεποιηκὸς οὐδ’ ἐλεύθερον, αὐτοτραγικὸς πίθηκος, ἀρουραῖος Οἰνόμαος, παράσημος ῥήτωρ.“[7]

Sprichwörter:

[1] ἀντὶ λέοντος πίθηκος γίγνεσθαι
[1] πίθηκος ἑν πορφύρα
[1] ὄνος ἐν πιθήκοις

Wortbildungen:

[1] πιθηκίζω, πιθηκοφαγέω, πιθηκοφόρος, πιθηκώδης, χοιροπίθηκος

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1, 2] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „πίθηκος“.
[1, 2] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „πίθηκος“.
[1] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 646

Quellen:

  1. Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch: „πίθηκος
  2. Aristophanes, Acharnenses, 120–121
  3. Aristoteles, Historia animalium, 502a
  4. Aristophanes, Acharnenses, 905–907
  5. Aristophanes, Aves, 438–442
  6. Aristophanes, Ranae, 706–715
  7. Demosthenes, De corona, 242

πίθηκος (Neugriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ο πίθηκος οι πίθηκοι

Genitiv του πίθηκου των πίθηκων

Akkusativ τον πίθηκο τους πίθηκους

Vokativ πίθηκε πίθηκοι

Worttrennung:

πί·θη·κος, Plural: πί·θη·κοι

Umschrift:

píthikos, Plural: píthiki

Aussprache:

IPA: [ˈpiθikɔs], Plural: [ˈpiθiki]
Hörbeispiele: , Plural:

Bedeutungen:

[1] Zoologie: Affe

Herkunft:

Erbwort aus dem altgriechischen πίθηκος (pithēkos)  grc[1]

Weibliche Wortformen:

[1] πιθηκίνα

Oberbegriffe:

[1] θηλαστικό, ζώο

Unterbegriffe:

[1] γορίλλας, μαϊμού, μπαμπουίνος, ουρακοτάγκος, χιμπατζής

Beispiele:

[1] Οι πίθηκοι είναι παμφάγοι και η δίαιτά τους αποτελείται από καρπούς, χόρτα, σπόρους, και στις περισσότερες περιπτώσεις κρέας και ασπόνδυλα.[2]
Affen sind Allesfresser und ihre Kost besteht aus Früchten, Gemüse, Samen und in den meisten Fällen Fleisch und wirbellosen Tieren.
[1] Συνεχίζονται τα πειράματα σε πίθηκους στο Πανεπιστήμιο Κρήτη. [3]
Die Versuche an Affen an der Universität von Kreta werden weitergeführt.

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „πίθηκος
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „πίθηκος
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „πίθηκος

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „πίθηκος
  2. Neugriechischer Wikipedia-Artikel „πίθηκος
  3. www.zoosos.gr, 21 Φεβρουαρίου 2014, abgerufen am 27. Juni 2016
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.