ἐπίσκοπος

ἐπίσκοπος (Altgriechisch)

Substantiv, m

Singular Plural

Nominativ ὁ ἐπίσκοπος οἱ ἐπίσκοποι

Genitiv τοῦ ἐπισκόπου τῶν ἐπισκόπων

Dativ τῷ ἐπισκόπῳ τοῖς ἐπισκόποις

Akkusativ τὸν ἐπίσκοπον τοὺς ἐπισκόπους

Vokativ (ὦ) ἐπίσκοπε (ὦ) ἐπίσκοποι

Worttrennung:

ἐ·πί·σκο·πος, Plural: ἐ·πί·σκο·ποι

Umschrift:

DIN 31634: episkopos

Aussprache:

IPA: []
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Person, die auf über etwas wacht: Aufseher, Hüter, Schützer
[2] Person, die versucht Informationen zu gewinnen: Späher
[3] Religion, speziell Christentum: Bischof

Herkunft:

Ableitung zu dem Verb ἐπισκέπτομαι (episkeptomai)  grc[1] oder zu dem Substantiv σκοπός (skopos)  grc mit dem Präfix ἐπι- (epi-)  grc[2]

Beispiele:

[1] „ἀλλ’ ἄγε δεῦρο θεοὺς ἐπιδώμεθα· τοὶ γὰρ ἄριστοι
μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων·“[3]
[1] „πρὶν γὰρ πόλις ἧδε κατ’ ἄκρης
πέρσεται· ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν
ῥύσκευ,“[4]
[1] „φόρτου τε μνήμων καὶ ἐπίσκοπος ᾖσιν ὁδαίων
κερδέων θ’ ἁρπαλέων· οὐδ’ ἀθλητῆρι ἔοικας.“[5]
[1] „ἀλλ’ εἴσ’ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ’ ἐπίσκοποι.“[6]
[1] „ἰὼ πῦρ πνεόντων
χοράγ’ ἄστρων, νυχίων
φθεγμάτων ἐπίσκοπε,
Ζηνὸς γένεθλον, προφάνηθ’,
ὦναξ, σαῖς ἅμα περιπόλοις
Θυίασιν, αἵ σε μαινόμεναι πάννυχοι
χορεύουσι τὸν ταμίαν Ἴακχον.“[7]
[1] „σίγα. πορεύονται γὰρ οἵδε δή τινες
χρόνῳ παλαιοί, σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι.“[8]
[1] „Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι,“[9]
[1] „ Τοῖς δὲ δὴ ἀγορανόμοις τὰ περὶ ἀγοράν που δεῖ ἕκαστα μέλειν· ἡ δ’ ἐπιμέλεια, μετὰ τὴν τῶν ἱερῶν ἐπίσκεψιν τῶν κατ’ ἀγορὰν μή τις ἀδικῇ τι, τῆς τῶν ἀνθρώπων χρείας τὸ δεύτερον ἂν εἴη, σωφροσύνης τε καὶ ὕβρεως ἐπισκόπους ὄντας κολάζειν τὸν δεόμενον κολάσεως.“[10]
[1] „πᾶσι γὰρ ἐπίσκοπος τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐτάχθη Δίκης Νέμεσις ἄγγελος“[11]
[1] „ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖς,
πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις,
Δίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ’ Ἰσμηνοῦ λέγω,“[12]
[1] „Ἑρμῆ χθόνιε, κηρύξας ἐμοὶ
τοὺς γῆς ἔνερθε δαίμονας κλύειν ἐμὰς
εὐχάς, πατρώιων δωμάτων ἐπισκόπους,
καὶ γαῖαν αὐτήν, ἣ τὰ πάντα τίκτεται
θρέψασά τ’ αὖθις τῶνδε κῦμα λαμβάνει.“[13]
[2] „τίφθ’ οὕτως ἠθεῖε κορύσσεαι; ἦ τιν’ ἑταίρων
ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον;“[14]
[2] „οὗτός τις Διόμηδες ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται ἀνήρ,
οὐκ οἶδ’ ἢ νήεσσιν ἐπίσκοπος ἡμετέρῃσιν,
ἦ τινα συλήσων νεκύων κατατεθνηώτων.“[15]
[3] „Παῦλος καὶ Τιμόθεος δοῦλοι Χριστοῦ Ἰησοῦ πᾶσιν τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ τοῖς οὔσιν ἐν Φιλίπποις σὺν ἐπισκόποις και διακόνοις, χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.“[16]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1–3] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „ἐπί-σκοπος“.
[1–3] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „ἐπίσκοπος“.
[1–3] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 332

Adjektiv

Nominativ Singular und Adverbia
m f n Adverb
Positiv ἐπίσκοποςἐπίσκοποςἐπίσκοπονἐπισκόπως
ἐπίσκοπα
Komparativ ἐπισκoπώτερα
Superlativ ἐπισκoπώτατα
Alle weiteren Formen: Flexion:ἐπίσκοπος

Worttrennung:

ἐ·πί·σκο·πος, Femininum: ἐ·πί·σκο·πος, Neutrum: ἐ·πί·σκο·πον

Umschrift:

DIN 31634: episkopos

Aussprache:

IPA: [], Femininum: [], Neutrum: []
Hörbeispiele: , Femininum: , Neutrum:

Bedeutungen:

[1] das Ziel treffend, passend

Herkunft:

Ableitung zu dem Substantiv σκοπός (skopos)  grc „Ziel“[1][2]

Beispiele:

[1] „Τοῖαι συνθεσίαι Ζηνὸς μεγάλοιο θυγατρός.
ἔκλυον, ἀείδω· βάλλοιμι δ’ ἐπίσκοπον ἠχήν.“[17]
[1] „Χο. τί οὖν μ’ ἄνωγας τῆιδ’ ἐφυμνῆσαι χθονί;
Αθ. ὁποῖα νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα,
καὶ ταῦτα γῆθεν ἔκ τε ποντίας δρόσου
ἐξ οὐρανοῦ τε, κἀνέμων ἀήματα
εὐηλίως πνέοντ’ ἐπιστείχειν χθόνα,
καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον
ἀστοῖσιν εὐθενοῦντα μὴ κάμνειν χρόνωι,
καὶ τῶν βροτείων σπερμάτων σωτηρίαν·“[18]
[1] „σίγησον· αὐδὴν γὰρ δοκῶ Τεύκρου κλύειν
βοῶντος ἄτης τῆσδ’ ἐπίσκοπον μέλος.“[19]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:
[1] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „ἐπί-σκοπος+%5B2%5D“.
[1] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „ἐπίσκοπος“.
[1] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 332

Quellen:

  1. Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 332
  2. Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch: „ἐπίσκοπος
  3. Homer, Ilias, 22,254–255
  4. Homer, Ilias, 24,728–730
  5. Homer, Odyssee, 8,163–164
  6. Sophocles, Anitogene, 217
  7. Sophocles, Antiogene, 1146–1152
  8. Sophocles, Oedipus Coloneus, 111–112
  9. Pindar, Olympia, 14,3
  10. Platon, Leges, 849a
  11. Platon, Leges, 717d
  12. Aeschylos, Septem contra Thebas, 271–273
  13. Aeschylos, Choephoroe, 124–128
  14. Homer, Ilias, 10,37–38
  15. Homer, Ilias, 10,341–343
  16. Epistula ad Philippenses, 1,1–2
  17. Oppianus, Cynegetica, 41–42
  18. Aeschylos, Eumenides, 902–909
  19. Sophocles, Ajax, 975–976
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.